συνανήχθη

συνανήχθη
συνανάγω
carry back together
aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνανάγω — ΜΑ [ἀνάγω] ανυψώνω κάποιον ή κάτι μαζί με άλλο (α. «ταύτη και συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ. Ναζ. β. «συνανήγαγε... ἡμᾱς εἰς οὐρανοὺς ἀνερχόμενος», Δαμασκ. Ι.) αρχ. 1. φέρνω πίσω μαζί 2. (σχετικά με θυσία ή εορτή) τελώ από κοινού («θυσίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”